οἰκοδομάς

οἰκοδομάς
οἰκοδομά̱ς , οἰκοδομή
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ORATORIUM — I. ORATORIUM Congregatio sacra, in Communione Romana a Philippo Nerio Florentino, Romae in stituta, et approbata a Gregorio XIII. A. C. 1575. a Paulo V. confirmata, A. C. 1612. Hinc Cardin. Baronius, inter alios prodiit. Item alia Congrega io,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ξυλεία — η (Α ξυλεία) [ξυλεύω] το σύνολο τών ξύλων που προέρχονται από υλοτομία τών δασών και ύστερα από ανάλογη κατεργασία χρησιμοποιούνται στην οικοδομική, στη ναυπηγία κ.ά. δραστηριότητες («τὴν ξυλείαν τὴν εἰς τὰς οἰκοδομὰς σελμάτων», Στράβ.) αρχ. 1. η …   Dictionary of Greek

  • ορθόπτερος — η, ο (Α ὀρθόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθόπτερα εντομολ. τάξη νεόπτερων πτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει τις ακρίδες και τους γρύλλους αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα πτερά γὰρ τὰ εἰς ὕψος ἀνέχοντα, ἢ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”